μαύλισμα

μαύλισμα
-ατος, το [μαυλίζω]
1. προαγωγή σε πορνεία, μαστροπεία
2. κάλεσμα κατοικίδιων ζώων με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα
3. παραπλάνηση θηραμάτων με μίμηση τής φωνής τους
4. ξελόγιασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαύλισμα — το 1. η πρόσκληση οικόσιτων ζώων με μίμηση της φωνής τους: Οι κότες θέλουν μαύλισμα για να μπουν στο κοτέτσι. 2. προώθηση γυναίκας στην πορνεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”